- σκανδάλης
- σκανδάληfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίστροφο — Ατομικό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο για βολή με το ένα χέρι. Η επαναληπτική βολή επιτυγχάνεται με την περιστροφή της φυσιγγιοθήκης, που έχει τη μορφή κυλίνδρου. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται εναντίον στόχων, που απέχουν λιγότερο από 50 μ. Ο… … Dictionary of Greek
ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… … Dictionary of Greek
Сражение при Спеце — Ναυτικό κανόνι του 1821 Сражение при острове Спеце (греч … Википедия
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
οπλίζω — (ΑΜ ὁπλίζω) (ενεργ. και μέσ.) 1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
σκανδάλη — η, ΝΑ, και σκαντάλη Ν, και σκανδάλα Α νεοελλ. 1. μικρός σιδερένιος μοχλός που αποτελεί το κύριο εξωτερικό εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού τών πυροβόλων όπλων και ο οποίος, καθώς έλκεται με το δάχτυλο, επιτρέπει την προώθηση τού επικρουστήρα,… … Dictionary of Greek
υποφυλακτήρας — ο, Ν μεταλλικός προφυλακτήρας τής σκανδάλης τυφεκίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + φυλακτήρας (πρβλ. προ φυλακτήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ὑποφυλακτήρ, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
όπλιση — η (Α ὅπλισις) [οπλίζω] νεοελλ. 1. εφοδιασμός με όπλα, εξόπλιση, εξοπλισμός 2. (σχετικά με πυροβόλο όπλο) η τοποθέτηση βλήματος σε θέση βολής ώστε να υπολείπεται μόνο η πίεση τής σκανδάλης για την εκπυρσοκρότηση 3. (φωτογρ.) χειρισμός… … Dictionary of Greek
αερογράφος ή πιστολέτο — Φορητή συσκευή, που χρησιμοποιείται για να επικαλύπτονται επιφάνειες με χρώμα ή βερνίκι γρήγορα και ομοιόμορφα. Αποτελείται από έναν μικρό θάλαμο, όπου τοποθετείται το χρώμα σε υγρή κατάσταση και από μια γραφίδα ή ένα ακροφύσιο ψεκασμού. Από τον… … Dictionary of Greek